σβουνιά

σβουνιά
η, Ν
η βουνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουνιά (< βοῦς «βόδι») με προθετικό σ- (πρβλ. κόνις > σκόνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σβουνιά — η κόπρος βοδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουνιά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 23 κάτ.) της Πάρου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκών του νομού Κυκλάδων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 44 κάτ.) της Πάρου. Βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”